Λιάστηκαν οι γνώριμοι παραβάτες
ταξίδεψαν λιγάκι μες στον χρόνο
με όπλο μονάχα μιαν κοινή ευχή
καθώς περαστικοί καχύποπτα
κοιτούσαν, τους γέμιζαν ενοχές
μ΄ άστραφταν και γοητεύονταν
οι γνώριμοι παραβάτες,
στα θέλω τους μεθούσανε στιγμές
όταν τα πρέπει πέφτανε
σαν τ' αστέρια
και κείνο το φεγγάρι της νυχτιάς
στ' ηφαίστειο καιγόνταν λερωμένο
οι στάχτες του ξεπλέναν την αυγή,
οι παραβάτες αγκαλιά με δάκρυα
ξεγύμνωναν παλιές τους ιστορίες
το 'να στιγάρο το άλλο ακούμπαγε
κι η αγκαλιά τους πύρωνε σαν λάβα
φωτίζοντας, σκορπώντας λυσσασμένη,
τι κιαν δεν θέλησαν να εμπλακούν
οι σπίθες,-λυγμοί, και η κραυγή
αχ εκείνη η σιωπηλή κραυγή!
κρότος θεριό όλη τηνύχτα βάσταγε
σαν αντάμωνε το βλέμμα τους βαρύ
ανέπνεαν γονατιστοί σαν κάτι
να τους καίει
ανέμελοι και ξηγημένοι φαίνονταν
χαμόγελα, τα ψεύτικα χαμόγελα τους
ξέραν καλά πως σαν ξημέρωνε
χωρίζανε οι δρόμοι
κοιμούμενοι προσεύχονταν στ'΄αστέρια
να μην τρυπώσουν οι ηλιαχτίδες
να μην εξατμιστούνε
όμως η μέρα-άτιμη αυγή
ξεθύμανε τα πάθη
γίνηκε εχθρός τους και προδότης
μα αν το σκεφτείς, δεν φταίει αυτή
μα κείνοι οι σπασμοί και οι εγωισμοί
που μπλέχτηκαν ανάμεσα τους
τρέχοντας αλαφιασμένοι οι παραβάτες
σε ξέχωρες πορείες
κυνηγημένοι απ' την αυγή,
τώρα μετέωροι- αυτόχειρες- ονειροπόλοι
αναζητούν επόμενη νυχτιά να 'ρθει
να ενωθούν αν τους δοθεί...
οι γνώριμοι παραβάτες
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου